Halitosis: Κακοσμία στόματος
Κακοσμία στόματος και δυσάρεστη αναπνοή halitosis
Με τον ορισμό χαλίτωση (halitosis) εκφράζουμε την απόπνοια δυσάρεστης οσμής κατά την αναπνοή. Η δυσοσμία του στόματος δεν αποτελεί απλά πρόβλημα από μόνη της, αλλά δημιουργεί πρόσθετα κοινωνικό, επαγγελματικό, οικογενειακό και ψυχολογικό αντίκτυπο. Πολλές φορές ο εντοπισμός της κακοσμίας μπορεί να γίνει από το ίδιο το άτομο, από τον περίγυρο ή από κάποιο γιατρό. Η λέξη χαλίτωση είναι λατινογενούς προέλευσης από το hallitus = αναπνοή, πνοή και το halare = να αναπνέεις + osis.
Είναι ένα πρόβλημα που απασχολούσε τους ανθρώπους από την αρχαιότητα και βρίσκουμε αναφορές και στον Ιπποκράτη που συσχετίζει την κακοσμία του στόματος με την περιοδοντική νόσο και προτείνει σαν θεραπεία την άρση του αιτίου, δηλαδή την αποκατάσταση των ουλικών βλαβών.
Στο Ταλμούδ βρέθηκε εβραϊκό έγγραφο, γραμμένο 2000 χρόνια πριν ,που αναφέρει ότι ο γάμος μπορεί να λυθεί αν κάποιος σύζυγος εμφανίσει κακοσμία στόματος. Στα ρωμαϊκά έγγραφα αναφέρεται επίσης η κακοσμία και συστήνεται η λεβάντα ( λατινικά levade= πλένω ) για την αντιμετώπιση του ουλικού πόνου και της κακοσμίας.
Οι Κινέζοι στην ιατρική τους χιλιάδες χρόνια πριν δίνουν την εξής συνταγή: 5 σταγόνες ελαίου τσαγιόδεντρου μαζί με πέντε σταγόνες μύρου. Ανάλογες αναφορές απαντώνται και στην ισλαμική θεολογία.
Άλυτο πρόβλημα στο βάθος του χρόνου. Όλο και περισσότερες έρευνες ασχολούνται με το θέμα, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή που η τεχνολογία και τα φάρμακα αναπτύσσονται και εξελίσσονται. Η αιτιολογία της είναι πολυπαραγοντική και μπορεί να οφείλεται σε τοπικά (90% περίπου των περιπτώσεων) ή σε γενικά αίτια 10%. H κακοσμία μπορεί να μετρηθεί με διάφορα όργανα με διαβάθμιση από το 0 έως το 5.
Το πρώτο οσμόμετρο περιγράφεται το 1953. Σήμερα η απλούστερη μέθοδος μέτρησης της κακοσμίας γίνεται με το halimeter , το οποίο αδυνατεί όμως να διαχωρίσει την πηγή προέλευσης ,δηλαδή αν η κακοσμία είναι στοματικής ή εξωστοματικής προέλευσης.
Φυσιολογική – Παθολογική
Φυσιολογική χαρακτηρίζεται η παροδική κακοσμία απο το λιμνάζον σάλιο κατά το πρωινό ξύπνημα. Επίσης φυσιολογική χαρακτηρίζεται η κακοσμία που παρατηρείται μετά τη βρώση συγκεκριμένων τροφών όπως είναι το σκόρδο, το κρεμμύδι, καρυκεύματα, πρωτεΐνες, αλκοόλ, μετά από νηστεία, μετά από στέρηση νερού, το κάπνισμα και μερικά φάρμακα που προκαλούν τις περισσότερες φορές ξηροστομία.
Η παθολογική κακοσμία ανάλογα με την προέλευση του αιτιολογικού παράγοντα χαρακτηρίζεται ως στοματικής ή εξωστοματικής προέλευσης. Στο στόμα υπάρχει μεγάλη βιοποικιλότητα σε μικροοργανισμούς και επιπλέον το στόμα αποτελεί ιδανικό οικοσύστημα για τα μικρόβια γιατί τους παρέχει κρύπτες (γλώσσα, παρειές, ούλα, δόντια, χείλη, σάλιο,) υγρασία και θερμοκρασία ιδανική για να αναπτυχθούν.
Τα χαρακτηριστικά του στόματος μεταβάλλονται καθημερινά, σε βάθος χρόνου, με την πάροδο της ηλικίας, και την οδοντιατρική παρέμβαση. Δηλαδή η συχνότητα και η ποιότητα των γευμάτων, η στοματική υγιεινή, η σιελόρροια, οι γέφυρες, οι ολικές οδοντοστοιχίες, η τερηδόνα, η ουλίτιδα, η περιοδοντίτιδα, τα οδοντικά αποστήματα, οι εξελκώσεις του βλεννογόνου, ο καρκίνος στόματος, η ακτινοθεραπεία και ορισμένα φάρμακα είναι μερικές από τις καταστάσεις που μπορεί να διαταράξουν τη δυναμική ισορροπία στο στόμα αλλάζοντας τις συνθήκες.
Όταν η κακοσμία είναι εξωστοματικής προέλευσης, τότε σε διάφορα άλλα συστήματα που νοσούν μπορεί να παράγονται οσμηγόνες ουσίες οι οποίες τελικώς να εκπνέονται από το στόμα. Ένα τέτοιο σύστημα είναι το γαστρεντερικό όπου σε γαστρικό έλκος, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, καρκίνο στομάχου, αμυγδαλίτιδα (οξεία ή χρονία ), κ.ά. μπορούν να διαφεύγουν οσμές προς το στόμα.
Πηγή κακοσμίας μπορεί να αποτελεί το αναπνευστικό σύστημα σε περίπτωση χρόνιας ιγμορίτιδας, ατροφικής ρινίτιδας, κυστικής ίνωσης, αποστήματος πνεύμονα, φυματίωσης. Μεταβολικά νοσήματα (διαβήτης) ή νοσήματα από ανεπάρκεια οργάνων ( νεφρά, ήπαρ), όπου παράγονται οσμηρές ουσίες μεταφέρονται αιματογενώς στον κυψελιδικό αέρα του πνεύμονα.
Οι ουραιμικοί ασθενείς έχουν χαρακτηριστική οσμή αμμωνίας (μπαγιάτικου ψαριού), ενώ οι ασθενείς με αρρύθμιστο διαβήτη εμφανίζουν διαβητική κετοξέωση και έχουν χαρακτηριστική φρουτώδη μυρωδιά κετόνης (μυρωδιά σάπιου μήλου). Περισσότερο δυσάρεστη είναι η οσμή αμμωνίας ή φωλιάς ποντικού που έχουν τα άτομα με ηπατική ανεπάρκεια.
Τέλος κακοσμία μπορεί να προκαλέσουν μερικά φάρμακα, κυρίως ηρεμιστικά που περιέχουν ένυδρο χλωράλη ή που προκαλούν ξηροστομία. Πρέπει να αναφερθούν οι κακοσμιοφοβικοί που ακόμα και μετά τη θεραπεία της κακοσμίας ή της ψευδοκακοσμίας πιστεύουν πως το πρόβλημα παραμένει.
Σ’ αυτή την περίπτωση η κακοσμιοφοβία οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια. Ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσής της, η κακοσμία οφείλεται στην παρουσία δύσοσμων αερίων στον εκπνεόμενο αέρα από τη στοματική κοιλότητα. Τα αέρια αυτά είναι συνήθως θειούχες πτητικές ενώσεις όπως το υδρόθειο και οι μερκαπτάνες.
Όπως αναφέρθηκε η συχνότερη αιτία κακοσμίας είναι στοματικής προέλευσης και γι αυτό θα επιχειρηθεί η ανάλυση του μηχανισμού πρόκλησης. Τα μικρόβια του στόματος παίζουν σημαντικό ρόλο στην κακοσμία του στόματος και σε απουσία τους δεν παράγονται οσμηγόνα συστατικά.
Το στόμα είναι από τις λίγες περιοχές που φιλοξενεί πάνω από 700 είδη μικροβίων, τα οποία συμβιώνουν αρμονικά με τον ξενιστή (ξενιστής = ο οργανισμός που φιλοξενεί κάποιους μικροοργανισμούς).
Όταν η ισορροπία (ομοιοστασία) του οικοσυστήματος διαταραχθεί τότε η φυσιολογική χλωρίδα (μικρόβια που υπάρχουν φυσιολογικά) μετατρέπεται σε παθολογική. Τα μικρόβια ανάλογα με το είδος της τροφής που διασπούν για να εξοικονομήσουν ενέργεια τα διακρίνουμε σε τρεις κατηγορίες: τα ασακχαρολυτικά που διασπούν σάκχαρα, τα σακχαρολυτικά που διασπούν πρωτεΐνες και τέλος αυτά που μπορούν να χρησιμοποιήσουν και πρωτεΐνες και σάκχαρα.
Τα ασακχαρολυτικά διασπούν πρωτεΐνες από υπολείμματα των τροφών και χρησιμοποιούν τις μικρότερες χημικές ενώσεις ως πηγή ενέργειας. Οι μικρότερες αυτές χημικές ενώσεις περιέχουν θείο και είναι δύσοσμες. Οποιαδήποτε αύξηση στη διαθεσιμότητα των πρωτεϊνών στο στόμα οδηγεί σε μικροβιακή αποίκιση που με τη σειρά της οδηγεί σε παραγωγή κάκοσμων πτητικών ενώσεων.
Τα ασακχαρολυτικά μικρόβια είναι συνήθως Gram- βακτήρια που είναι άποικοι της γλώσσας αλλά εμπλέκονται και σε περιοδοντικά νοσήματα.
Υπολογίζεται ότι περίπου 82 μικροβιακά είδη παράγουν οσμηγόνες θειούχες ενώσεις. Η ράχη της γλώσσας λόγω της μορφολογίας της και της χαμηλής συγκέντρωσης οξυγόνου αποτελεί τη μικροβιοβρεθέστερη περιοχή σε αναερόβια μικρόβια που εμπλέκονται στην κακοσμία του στόματος.
Ο οδοντίατρος ο πρώτος αποδέκτης του προβλήματος Ανεξάρτητα με την αιτία προέλευσης της κακοσμίας ο οδοντίατρος είναι συνήθως και πρέπει να είναι ενημερωμένος και ικανός να συντελέσει στη θεραπεία. Ο ακριβής κλινικός προσδιορισμός και η διαφορική διάγνωσή της, συμβάλουν στη σωστή διάγνωση και θεραπεία. Η θεραπεία συστήνεται ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα.
Έτσι στην κακοσμία του πρωινού ξυπνήματος η επιμελής στοματική είναι ικανή να αναστρέψει την παροδική αυτή κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα στοματικής υγιεινής περιλαμβάνει εκτός από το σωστό βούρτσισμα, οδοντικό νήμα, μεσοδόντια βουρτσάκια και σχολαστικό καθαρισμό της γλώσσας.
Όπως αναφέρθηκε στη ράχη της γλώσσας είναι συγκεντρωμένα τα περισσοτερα μικρόβια και γι αυτό το λόγο επιβάλλεται το βούρτσισμά της με ειδικές βούρτσες ή ξέστρα ώστε να αφαιρεθεί το επίχρισμα.
Ενημερώνεται ο ασθενής ότι δίαιτα πλούσια σε πρωτεΐνες αυξάνει την κακοσμία και σε περίπτωση που συνυπάρχουν περιοδοντικά νοσήματα θεραπεύονται με αποτρύγωση, ριζική απόξεση και τακτική επανάκλιση του ασθενή για έλεγχο.
Επίσης επιβάλλεται να αντικατασταθούν κακότεχνες εμφράξεις, γέφυρες κ.ά. που δύναται να κατακρατούν μικροβιακή πλάκα και υπολείμματα τροφών. Σε περίπτωση ξηροστομίας δίνονται ειδικά σκευάσματα τεχνητού σάλιου.
Όταν η κακοσμία είναι εξωστοματικής προέλευσης τότε ο ασθενής παραπέμπεται στον αντίστοιχο γιατρό. Όταν ο ασθενής είναι κακοσμιοθοβικός και δεν πείθεται για την ψευδοκακοσμία του είναι απαραίτητη η παραπομπή του σε ψυχολόγο. Μέρος της θεραπευτικής αντιμετώπισης είναι και η χρήση στοματοπλυμάτων και οδοντόπαστων που περιέχουν αντιμικροβιακές ουσίες.
Τέτοιες ουσίες είναι αυτές που περιέχουν ψευδάργυρο (Zn), όπου παράγεται ο θειούχους ψευδάργυρος αντί του υδρόθειου. Η χρήση διαλυμάτων ή ζελέ χλωρεξιδίνης αποδίδει θετικά αποτελέσματα και σε πιο βαριά περιστατικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε διάλυμα μετρονιδαζόλης.
Απ’ ότι φαίνεται η έρευνα βαδίζει σε καλό δρόμο και όλο και περισσότερο γίνεται κατανοητό το πρόβλημα της κακοσμίας. Μέσα από τα διάφορα σχήματα θεραπείας που συστήνονται δίνεται μια ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα και βελτιώνεται σημαντικά η ποιότητα ζωής των ασθενών μας.
Σέρρου Ελένη
Χειρουργός Οδοντίατρος