Κατάθλιψη και θεραπεία
Εδώ θα βρείτε θέματα που αφορούν την κατάθλιψη και τα αίτια, την επιλόχεια κατάθλιψη,κατάθλιψη και γυναίκα, κατάθλιψη κι εγκυμοσύνη, θεραπεία κι αντιμετώπιση, φαρμακευτική αντιμετώπιση.
Η κατάθλιψη είναι μία ασθένεια που μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία Έχει κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία όπως είναι η συνεχόμενη θλίψη , η κακή διάθεση ,η απαισιοδοξία κ.α.Η κατάθλιψη είναι μια από τις πιο συνηθισμένες ψυχικές ασθένειες της εποχής μας που θα πρέπει ν’αναγνωρίζεται όσο γίνεται συντομότερα έτσι ώστε και η αντιμετώπισή της να είναι καλύτερη.
Κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει στην καθημερινότητα του καταστάσεις άγχους και stress , καταστάσεις εντάσεων και πολλών άλλων συνθηκών κι έρχεται έτσι αντιμέτωπος με τον ρεαλισμό και την πραγματικότητα. Η ανθρώπινη υπόσταση είναι σύνθετη κι έρχεται σε σχέση μ’αυτές τις καταστάσεις ως αντίδραση που στην συγκεκριμένη περίπτωση χαρακτηρίζεται ως ψυχο-βιολογική. Έτσι,λοιπόν,θα πρέπει σε μία δύσκολη στιγμή ασθένειας, ατυχήματος, θανάτου η ψυχή ν’αντιδράσει με κάποιον τρόπο.
Εκεί ακριβώς είναι λογικό να βρούμε μπροστά μας την θλίψη ενώ η κατάθλιψη παίρνει σάρκα και οστά ως η συνεχόμενη θλίψη, η παρατεταμένη θλίψη εκεί δηλαδή που η ψυχή δεν μπορεί να ανακάμψει, να το ξεπεράσει. Η αντιμετώπιση της κατάθλιψης και κατ’επέκταση η θεραπεία της έχει να κάνει λοιπόν πρώτα με την αναγνώριση της ασθένειας κι από εκεί και πέρα είναι φυσικά θέμα του ειδικού ιατρού.
Η βαρύτητα και η σοβαρότητα της νόσου ποικίλλει και κυμαίνεται ανάλογα. Μπορεί ,λοιπόν, να είναι ήπια , ελαφράς μορφής ή και πιο σοβαρή , μεγαλύτερης βαρύτητας ενώ απ΄ την άλλη πλευρά θα μπορούσε να εμφανιστεί ως ένα και μοναδικό επεισόδιο ή να εξελιχθεί σε μία χρόνια ή και υποτροπιάζουσα ακόμη μορφή. Επίσης ο κίνδυνος να πάθει κανείς κατάθλιψη είναι αυξημένος, όταν έχει οικογενειακό ιστορικό κατάθλιψης. Μέρος του αυξημένου κινδύνου θεωρείται ότι οφείλεται σε κληρονομικούς γενετικούς παράγοντες.
Η καταθλιπτική διαταραχή, προσβάλλει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Ο δια βίου επιπολασμός κυμαίνεται από 10% έως 25% στις γυναίκες και από 5% έως 12% στους άντρες. Επιπλέον, στους ασθενείς πάνω από 55 ετών η συχνότητα αυτοκτονία είναι τετραπλάσια της συχνότητας θανάτου του γενικού πληθυσμού. Οι ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη αναφέρουν συχνότερα πόνο και σωματικές νόσους, κάνουν περισσότερες επισκέψεις στους γιατρούς και έχουν μειωμένη συνολική λειτουργικότητα. Η κατάθλιψη είναι μία ασθένεια που μπορεί να αντιμετωπιστεί , μπορεί και πρέπει να θεραπεύεται, όμως δυστυχώς ένα πολύ μικρό ποσοστό έως και 25% των ασθενών υποβάλλονται σε θεραπευτική αγωγή.
Θεραπεία της κατάθλιψης
Τα αντικαταθλιπτικά, χρησιμοποιούνται για την θεραπεία της κατάθλιψης αλλά έχουν θεραπευτικές ενδείξεις και σε πολλές αγχώδεις διαταραχές : Γενικευμένη Αγχώδη Διαταραχή, Φοβίες, Κρίση πανικού με ή χωρίς Αγοραφοβία, Ιδεοψυχαναγκαταστική Διαταραχή κ.λ.π. Τα αντικαταθλιπτικά νέας γενιάς είναι πρακτικά ακίνδυνα εμφανίζοντας ελάχιστες, έως ανύπαρκτες παρενέργειες. Τα αντικαταθλιπτικά δεν συνηθίζονται από τον οργανισμό όπως τα αγχολυτικά και επομένως η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι είναι δυνατόν κάποιος να εξαρτηθεί από αυτά είναι παντελώς λανθασμένη.
Τα συγκεκριμένα φάρμακα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή και για μικρό χρονικό διάστημα, αφού τα περισσότερα από αυτά είναι δυνατόν να προκαλέσουν εθισμό και εξάρτηση. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η αϋπνία συνήθως δεν αποτελεί αυτόνομη νόσο αλλά σύμπτωμα κάποιας ευρύτερης ψυχικής διαταραχής όπως άγχους, κατάθλιψης κ.ά. Συνεπώς όταν έχουμε αϋπνία πρέπει να απευθυνόμαστε στον ψυχίατρο προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το αίτιο της αϋπνίας και όχι να κάνουμε ανεξέλεγκτη χρήση υπναγωγών που πιθανότατα θα επιδεινώσουν το γενικότερο πρόβλημα.
Η αγωγή πρέπει να συνεχίζεται και μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων για την αποφυγή υποτροπών. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ακολουθούνται οι οδηγίες του θεράποντα ψυχιάτρου.Το 60% έως 80% των ασθενών με μείζονα κατάθλιψη ανταποκρίνεται σε μία και μόνη φαρμακοθεραπεία, σε επαρκή δόση, διάρκειας τουλάχιστον 6 εβδομάδων. Από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι θα έχουν τουλάχιστον μια μερική ανταπόκριση. Το 10% -15% των ασθενών Δε βελτιώνονται επαρκώς.
Για όσους δεν ανταποκρίνονται πλήρως στην πρώτη φαρμακευτική προσπάθεια ο συνδυασμός φαρμάκων ή η αλλαγή σε διαφορετικό φάρμακο είναι συχνά αποδοτική. Οι περισσότεροι ασθενείς που είναι ανθεκτικοί στη φαρμακευτική θεραπεία συχνά ανταποκρίνονται στο ECT. Πολλοί ασθενείς που θεωρούνται ανθιστάμενοι στη φαρμακευτική αγωγή, συχνά δεν την έχουν λάβει σε επαρκή δόση ή διάρκεια. Επίσης, ασθενείς με συνυπάρχουσες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως διαταραχές προσωπικότητας ή ψυχωτικές διαταραχές έχουν χαμηλότερη συχνότητα ανταπόκρισης. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που πάσχουν από μείζονα κατάθλιψη με ψυχωτικά στοιχεία ανταποκρίνονται καλύτερα στο ECT ή σε συνδυασμό ενός αντικαταθλιπτικού και ενός αντιψυχωτικού (70%-80%), από ότι αν αντιμετωπιστούν με ένα μόνο από αυτά (30%-50%).
Η άτυπη κατάθλιψη (που χαρακτηρίζεται από αναστροφή των ζωτικών συμπτωμάτων όπως αυξημένος ύπνος και όρεξη, ευαισθησία στην απόρριψη και έντονο άγχος) ανταποκρίνεται καλύτερα στους αναστολείς της μονοαμινικής οξειδάσης (ΜΑΟΙs) ή στους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs) σε σχέση με τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά (TCAs). Οι πιο βαριές καταθλίψεις σε νοσοκομειακούς ασθενείς τείνουν να ανταποκρίνονται καλύτερα στα τρικυκλικά ή σε ουσίες που επηρεάζουν τόσο τη σεροτονίνη όσο και τη νορεπινεφρίνη (π.χ βενλαφαξίνη [Efexor]), σε σχέση με τους SSRIs. Στους εξωνοσοκομειακούς ασθενείς καμία ομάδα αντικαταθλιπτικών δεν έχει δείξει κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα ως προς την αποτελεσματικότητα.
Στον Πίνακα 3 παρατίθενται οι παράγοντες που αφορούν στην επιλογή του αντικαταθλιπτικού. Τα περισσότερα από τα παλιά φάρμακα, όπως οι ΜΑΟΙs και τα TCAs έχουν λιγότερο ευνοϊκό προφίλ παρενεργειών σε σχέση με τα νέα φάρμακα όπως τα SSRIs, τους αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης ? νορεπινεφρίνης (SNRIs), και τα άτυπα αντικαταθλιπτικά. Όμως, οι ΜΑΟΙs και τα TCAs θα πρέπει να αρχίζουν σε χαμηλότερες δόσεις και να αυξάνονται σταδιακά μέχρι την τελική δόση. Από την άλλη πλευρά, πολλοί SSRIs και SNRIs μπορούν να αρχίσουν με την αποτελεσματική δόση. Για κάποια αντικαταθλιπτικά τα επίπεδα στο αίμα μπορούν να υπολογιστούν ώστε να ελεγχθεί η συμμόρφωση του ασθενή ή να εκτιμηθεί η τοξικότητα και οι παρενέργειες. Όμως, τα επίπεδα αίματος μόνο λίγων αντικαταθλιπτικών (π.χ. νορτριπτιλίνη [Nortrilen], ιμιπραμίνη [Tofranil*] και δεσιπραμίνη [Trittico] ) σχετίζονται με τη θεραπευτική ανταπόκριση.
Τα αποτελέσματα των περισσότερων αντικαταθλιπτικών θεραπειών εξελίσσονται αργά μέσα σε αρκετές ημέρες ή εβδομάδες. Μία επαρκής θεραπεία θα περιλάμβανε την κατάλληλη δόση για τουλάχιστον 3-6 εβδομάδες. Εάν η ανταπόκριση είναι ανεπαρκής, μπορεί να είναι αποτελεσματική η αλλαγή σε ένα διαφορετικό αντικαταθλιπτικό (μετά από περίοδο διακοπής, αν είναι δυνατόν) ή η ενδυνάμωση του αντικαταθλιπτικού με κάποιον άλλο παράγοντα όπως έναν σταθεροποιητή του συναισθήματος (π.χ. λίθιο [Milithin, Priadel, Lithiofor]), μια θυροειδική ορμόνη (π.χ. λιοθυρονίνη [Τ3]), κάποιο άλλο αντικαταθλιπτικό (π.χ. συνδυασμός SSRI με αναστολέα επαναπρόσληψης νορεπινεφρίνης ή ντοπαμίνης) ή βουσπιρόνη (Bespar ένας 5-HT1A αγωνιστής).
Ασθενείς που παρόλα αυτά δεν ανταποκρίνονται θα πρέπει να επανεκτιμηθούν ως προς την αρχική διάγνωση ή την παρουσία συνοσηρότητας, η οποία θα μπορούσε να επιπλέξει την έκβαση της θεραπείας. Από τη στιγμή που ο ασθενής περιέλθει σε πλήρη ύφεση συνιστάται θεραπεία συντήρησης για τουλάχιστον 6 μήνες ώστε να μειωθεί η πιθανότητα υποτροπής. Όμως, λόγω της ιδιότητας της μείζονος κατάθλιψης να υποτροπιάζει, ενδείκνυται η προληπτική (μακροπρόθεσμη) θεραπεία ειδικότερα σε ασθενείς με περισσότερα από 2 προηγούμενα καταθλιπτικά επεισόδια. Επίσης, η θεραπεία συντήρησης με πλήρη δόση (π.χ. με την ίδια δόση που απαιτείται για να υφεθεί ένα οξύ επεισόδιο) παρατηρήθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι αποτελεσματικότερη κατά της υποτροπής από θεραπείες με μικρότερη δόση. Θεραπεία με φάρμακα (χάπια)
Γυναίκα και Κατάθλιψη
Οι γυναίκες υποφέρουν από κατάθλιψη, σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, δύο φορές συχνότερα από τους άνδρες. Έχει διαπιστωθεί ότι στη διάρκεια της ζωής τους στο 20% των γυναικών και στο 12% των ανδρών θα εμφανιστεί καταθλιπτικό επεισόδιο, ενώ το 10% των γυναικών και μόλις το 5,8% των ανδρών θα νοσήσουν μέσα σ΄ ένα έτος.
Παρά τις βιολογικές συνιστώσες στην αιτιολογία της κατάθλιψης και τις ορμονικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, πιστεύεται ότι οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και τα διαφορετικά στρεσσογόνα γεγονότα ζωής (τοκετοί, ανατροφή παιδιών), στα οποία εκτίθενται οι γυναίκες, διαμορφώνουν τα ποσοστά αυτά.
Κατάθλιψη κι Εγκυμοσύνη
Κατά την περίοδο αυτή η γυναίκα είναι κυκλοθυμική κι ευσυγκίνητη ενώ πολλές γυναίκες εξακολουθούν και μετά να αισθάνονται ευερέθιστες και ιδιαίτερα ευάλωτες. Η χοριακή γοναδοτροπίνη, τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, είναι οι ορμόνες εκείνες που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο κι επιδρούν καθοριστικά στη διάθεση της γυναίκας κατά την περίοδο αυτή ενώ η αιτιοπαθογένεια της κατάθλιψης πριν αλλά και μετά τον τοκετό ίσως να είναι το βιολογικό υπόστρωμα της νέας μητέρας.Κάποιοι παράγοντες που παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη κατάθλιψης κατά την εγκυμοσύνη είναι η κατάχρηση ουσιών, το ατομικό ή και οικογενειακό ιστορικό κατάθλιψης, οι πολύ νέες μητέρες τα οικονομικά προβλήματα, το άγχος κ.α.
Δεν απαιτείται ιδιαίτερη θεραπεία, πέρα από την υποστήριξη της ασθενούς.Υπάρχουν πολλοί τρόποι για τη θεραπεία της κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης κι ένας πρώτος τρόπος, λοιπόν, είναι η γυναίκα να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να έχει <να κάνει ό, τι έκανε πριν από την εγκυμοσύνη>.
Επειδή η κατάθλιψη μπορεί συχνά να στραγγίξει την επιθυμία και την ενέργεια μιας γυναίκας, οι έγκυοι γυναίκες με την αναταραχή δεν μπορούν να επιδιώξουν την κατάλληλη προγενέθλια προσοχή. Συνήθως τα συμπτώματα υποχωρούν μετά τη 14η εβδομάδα, όταν το σώμα βρίσκει μια ορμονική ισορροπία, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο. Πολλές γυναίκες όμως εξακολουθούν και μετά να αισθάνονται ευερέθιστες και ιδιαίτερα ευάλωτες.
Η επιλόχεια, λοιπόν, θλίψη διαρκεί λίγο και είναι ελαφράς βαρύτητας. Αντικαταθλιπτικά φάρμακα, όπως σερταλίνη (Seropram), βενλαφαξίνη (Efexor), και φλουοξετίνη (Ladose), έχουν χρησιμοποιηθεί με κάποια επιτυχία στην επιλόχεια κατάθλιψη. Άλλες θεραπείες περιλαμβάνουν τα οιστρογόνα, την προγεστερόνη, τη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, και τη διαπροσωπική ψυχοθεραπεία. Κανένα τρέχον δεδομένο δεν υποστηρίζει ότι η επιλόχεια κατάθλιψη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά από τη μη επιλόχεια κατάθλιψη.